- σατινέ
- επίθ. άκλ. атласный (о бумаге, ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σατινέ — ο, η, το, Ν άκλ. λείος, στιλπνός («σατινέ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατέν)] … Dictionary of Greek
σατινέ — επίθ. άκλ. (λ. γαλλ.), λείος: Χαρτί σατινέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάτινα — η, Ν στιλβωτική μηχανή, ιδίως για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατινέ)] … Dictionary of Greek
σατινένιος — α, ο, Ν [σατινέ / σατέν] ο όμοιος στην αφή με σατέν, απαλός, λείος … Dictionary of Greek
πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… … Dictionary of Greek